τσουγκρίζω

τσουγκρίζω
μετ.
1) чокаться; 2) слегка ударять друг о друга (что-л.);

§ τα τσουγκρίζω — а) выпивать; — б) ссориться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τσουγκρίζω" в других словарях:

  • τσουγκρίζω — τσουγκρίζω, τσούγκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσουγκρίζω — και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν 1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους») 2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσουγκρίζω — τσούγκρισα, τσουγκρίστηκα, τσουγκρισμένος, και τσιγκρίζω 1. μτβ., συγκρούω ελαφρά: Τσουγκρίσανε τα πασχαλινά αβγά τους. 2. αμτβ., μτφ., συγκρούομαι με κάποιον, φιλονικώ, μαλώνω, τσακώνομαι: Τα τσουγκρίσαμε με τον Κώστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούγκρισμα — το, Ν [τσουγκρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσιγκρίζω — Ν βλ. τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τσυγκρίζω — Ν βλ. τσουγκρίζω …   Dictionary of Greek

  • τόκα — (I) Α (δωρ. τ.) βλ. τότε. (II) Ν επιφών. 1. παρορμητική έκφραση για σφίξιμο τών χεριών ή για τσούγκρισμα ποτηριών 2. (ως ουσ. σε φρ.) «κάνω τόκα» σφίγγω το χέρι κάποιου ή τσουγκρίζω το ποτήρι μου με το ποτήρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare… …   Dictionary of Greek

  • τσιγκρίζω — βλ. τσουγκρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»